προαναρπασθῆναι

προαναρπασθῆναι
προαναρπάζω
carry off
aor inf pass
προαναρπασθῆναι , προαναρπάζω
carry off
aor inf pass

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προαναρπάζω — ΜΑ αρπάζω ή συλλαμβάνω κάτι προηγουμένως («παῑδας προαναρπασθῆναι», Ιωάνν. Χρυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀναρπάζω «αρπάζω, απάγω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”